διάγγελμα

διάγγελμα
το
1. μήνυμα που μεταφέρεται από αγγελιοφόρο.
2. προκήρυξη για σοβαρό ζήτημα του ανώτατου άρχοντα ή της κυβέρνησης: Μετά το σεισμό, ο πρωθυπουργός απηύθυνε διάγγελμα στους πληγέντες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διάγγελμα — a message neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάγγελμα — το (AM διάγγελμα) [διαγγέλλω] 1. η προς τον λαό ή τη Βουλή προκήρυξη τού ανώτατου άρχοντα ή τής κυβέρνησης 2. το μήνυμα που διαβιβάζεται με αγγελιαφόρο αρχ. μσν. παραγγελία αρχ. γνωστοποίηση …   Dictionary of Greek

  • διαγγέλματα — διάγγελμα a message neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιάκωβος Στιούαρτ — (Λονδίνο 1688 – Ρώμη 1766). Πρίγκιπας της Σκοτίας, μνηστήρας του θρόνου της Αγγλίας. Ήταν γιος του Ιάκωβου Β’ της Αγγλίας και της Μαρίας της Μοντένα. Όταν ο πατέρας του ανατράπηκε από τον Γουλιέλμο της Οράγγης, φυγαδεύτηκε μαζί με τη μητέρα του… …   Dictionary of Greek

  • Λεσότο — Κράτος της νότιας Αφρικής. Περικλείεται από τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία.Το Λ. βρίσκεται στο υψηλότερο ορεινό σημείο της νότιας Αφρικής· βρετανικό προτεκτοράτο έως τις 4 Οκτωβρίου 1966 με την ονομασία Mπασουτολάνδη, η χώρα αυτή οφείλει την… …   Dictionary of Greek

  • Μονρόε, Τζέιμς — (James Monroe, Γουέστμορλαντ, Βιρτζίνια 1758 – Νέα Υόρκη 1831). Αμερικανός πολιτικός, πέμπτος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Πολέμησε στον πόλεμο της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας και τραυματίστηκε· πολιτεύτηκε σε ηλικία 24 ετών και εξελέγη… …   Dictionary of Greek

  • Georges II de Grèce — Pour les articles homonymes, voir Georges II et Georges de Grèce (homonymie). Georges II de Grèce Γεώργιος Β΄ …   Wikipédia en Français

  • завещание — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. διάγγελμα) возвещение, объявление, определение;… …   Словарь церковнославянского языка

  • διαλαλιά — η (AM διαλαλία) 1. διακήρυξη, διάγγελμα 2. διάδοση, φήμη νεοελλ. παράγγελμα, σύνθημα αρχ. μσν. προφορική εξέταση μάρτυρα αρχ. απόφαση …   Dictionary of Greek

  • θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”